- κυπερίζω
- κυπερίζω (Α)ιων. τ. βλ. κυπειρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυπερίζειν — κυπερίζω resemble pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπερίζουσα — κυπερίζω resemble pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπειρίζω — κυπειρίζω, ιων. τ. κυπερίζω (Α) [κύπειρον] αναδίδω οσμή κύπερης («νάρδος κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», Διοσκ.) … Dictionary of Greek